αντεγκύκλιος

αντεγκύκλιος
η (Μ ἀντεγκύκλιον, το, ως επιθ.)
εγκύκλιος με την οποία αναιρείται το περιεχόμενο προγενέστερης εγκυκλίου
μσν.
«ἀντεγκύκλια γράμματα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”